-
1 уретроскоп
мед. το ουρηθροσκόπιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уретроскоп
См. также в других словарях:
ουρηθροσκόπηση — και ουρηθροσκοπία, η ιατρ. εξέταση τού εσωτερικού τής ουρήθρας με ειδικό όργανο, το ουρηθροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uretroscopie (< ουρήθρα + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Δ. Ζαγκαρόλα] … Dictionary of Greek
ουρηθροσκόπηση — η παρατήρηση, ανίχνευση του εσωτερικού της ουρήθρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρηθροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρηθροσκόπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)